ιντερέσο

ιντερέσο
το
το συμφέρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. interesso < λατ. απρμφ. interesse τού ρ. intersum «ενδιαφέρομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιντερέσο — το (λ. ιταλ.), συμφέρον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νιτερέσο — το το συμφέρον, το οικονομικό ενδιαφέρον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. interesso < λατ. interesse τού ρ. intersum «ενδιαφέρομαι» (βλ. και ιντερέσο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”